- κουκούνα
- και κουκκούνα, η1. βλαστός, κοτσάνι2. κοινή ονομασία τού κώνου τού πεύκου ή τού έλατου, κουκουνάρι3. συνεκδ. πεύκο4. (στην παιδική γλώσσα) το ανδρικό μόριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκων, με κώφωση τών -ο- και -ω- (πρβλ. κώδων > κουδούνι) + κατάλ. -α].
Dictionary of Greek. 2013.